εισδερκομαι

εισδερκομαι
    εἰσδέρκομαι
    εἰσ-δέρκομαι
    ион. ἐσδέρκομαι (aor. 2 ἐσέδρακον, pf. εἰσδέδορκα)
    1) пристально смотреть, глядеть
    

(τινα Hom., Eur.)

    2) видеть, воспринимать
    

(τι ὀφθαλμοῖσι Hom.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "εισδερκομαι" в других словарях:

  • εισδέρκομαι — εἰσδέρκομαι και ἐσδέρκομαι (Α) βλέπω, παρατηρώ …   Dictionary of Greek

  • εἰσέδρακεν — εἰσδέρκομαι look at aor ind act 3rd sg εἰσδέρκομαι look at aor ind pass 3rd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσέδρακον — εἰσδέρκομαι look at aor ind act 3rd pl εἰσδέρκομαι look at aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσδέδορκεν — εἰσδέρκομαι look at perf ind act 3rd sg εἰσδέρκομαι look at plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσέδρακεν — εἰσδέρκομαι look at aor ind act 3rd sg εἰσδέρκομαι look at aor ind pass 3rd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσέδρακον — εἰσδέρκομαι look at aor ind act 3rd pl εἰσδέρκομαι look at aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσεδέρκετο — εἰσδέρκομαι look at imperf ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσέδρακε — εἰσδέρκομαι look at aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσέδρακες — εἰσδέρκομαι look at aor ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσδέδορκ' — ἐσδέδορκα , εἰσδέρκομαι look at perf ind act 1st sg ἐσδέδορκε , εἰσδέρκομαι look at perf imperat act 2nd sg ἐσδέδορκε , εἰσδέρκομαι look at perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέρκομαι — και δερκιάομαι (Α) 1. βλέπω καθαρά 2. βλέπω, παρατηρώ κάποιον ή κάτι («...δερκομένοισι Τρῶας» ενώ παρατηρούσαν τους Τρώες) 3. διακρίνω, αισθάνομαι («κτύπον δέδορκα») 4. (για την Τύχη) προσβλέπω με εύνοια, ρίχνω ευνοϊκή ματιά 5. (για το φως)… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»